- εξευγένιση
- [-ις (-εως)] η , εξευγένισμός ο1) облагораживание, цивилизация; 2) улучшение породы животных, видов растений
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξευγένιση — η εξευγενισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξευγενίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Ε. Α. Σίμο] … Dictionary of Greek
εξευγένιση — η ο εξευγενισμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξευγενιστικός — ή, ό [εξευγένιση] ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για εξευγενισμό («εξευγενιστική μέθοδος») … Dictionary of Greek